Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναρωτώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναρωτώ [ksanarotó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ρωτώ ξανά: Mε ξαναρωτήσατε και σας απάντησα. Nα ξαναρωτηθεί ο υπεύθυνος. (έκφρ.) ρωτώ και ~, ρωτώ με επιμονή.

[μσν. ξαναρωτώ < ξαναερωτώ < ξανα- + ερωτώ κατά το ερωτώ > ρωτώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναρωτώ,
βλ. ξαναερωτώ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες