Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναρίχνω· ξαναρίχτω.
-
- Ρίχνω κάπ. κάτω πάλι, ξαναγκρεμίζω·
- (σε μεταφ.):
- η πεθυμιά … απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι με ξαναρίχτει χάμαι (Ερωτόκρ. Ά 340).
- (σε μεταφ.):
[<ξανα‑ + ρίχνω. Η λ. και σήμ.]
- Ρίχνω κάπ. κάτω πάλι, ξαναγκρεμίζω·