Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναπουλώ· αξαναπουλώ· εξαναπουλώ.
-
- Πουλώ ξανά:
- (Ασσίζ. 4482).
[<ξανα‑ + πουλώ. Η λ. στο Du Cange (λ. ξανά) και σήμ.]
- Πουλώ ξανά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ξανα‑ + πουλώ. Η λ. στο Du Cange (λ. ξανά) και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |