Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναπιάνω [ksanapxáno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάπιασα και ξαναέπιασα, απαρέμφ. ξαναπιάσει, παθ. αόρ. ξαναπιάστηκα, απαρέμφ. ξαναπιαστεί, μππ. ξαναπιασμένος : πιάνω ξανά: Mην το ξαναπιάσεις στα χέρια σου. Tον ξανάπιασε η αστυνομία. Tην ξανάπιασαν οι πόνοι. Ξανάπιασε φιλενάδα. Ξαναπιάστηκε στην παγίδα. Δεν ξαναπιάνομαι κορόιδο. Ξαναπιάστηκε η μέση μου / ξαναπιάστηκα.
[μσν. ξαναπιάνω < εξαναπιάνω (εξανα > ξανα-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναπιάνω· εξαναπιάνω.
-
- 1) Πιάνω, παίρνω ξανά κ. στα χέρια:
- (Προδρ. IV 248-27 χφ P κριτ. υπ).
- 2)
- α) Συλλαμβάνω κάπ. ξανά:
- τον αυτόν κλέπτην, εφειδή τον εξαναπιάσαν εις την κλεψίαν,… (Ασσίζ. 23122)·
- β) πιάνω, αρπάζω ξανά κάπ. (που κυνηγώ):
- (Πιστ. βοσκ. I 5, 231).
- α) Συλλαμβάνω κάπ. ξανά:
- 3) (Μεταφ.) επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάστασή μου:
- τα πάθη σου να ξαναπιάσεις πάλιν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1104]).
[<ξανα‑ + πιάνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Πιάνω, παίρνω ξανά κ. στα χέρια: