Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναπηγαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναπηγαίνω [ksanapijéno] & ξαναπάω [ksanapáo] Ρ (βλ. πηγαίνω) : πηγαίνω κάπου ξανά: Θα ξαναπάω στην Aθήνα αυτόν το μήνα. Δε θα ξαναπάω εκδρομή μαζί του.

[ξανα- + πηγαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες