Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναπατώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναπατώ [ksanapató] Ρ10.1α : 1.πατώ ξανά: Mην ξαναπατήσεις ξυπόλυτος. Ξαναπάτα φρένο. Δε θα ξαναπατήσω το λόγο μου, δε θα τον παραβώ ξανά. ΦΡ δεν την ~, δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος. 2. συνήθ. με άρνηση, δεν πηγαίνω κάπου ξανά, επειδή είμαι πολύ δυσαρεστημένος, ενοχλημένος κτλ. ή επειδή δεν είμαι ευπρόσδεκτος: Δεν ξαναπάτησε στο σπίτι μας. Nα μην ξαναπατήσεις (το πόδι σου) εδώ. Θα σου κόψω τα πόδια, αν ξαναπατήσεις.

[ξανα- + πατώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες