Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναπαντρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναπαντρεύω [ksanapandrévo] -ομαι Ρ5.2 : παντρεύω κπ. ξανά: Mετά το θάνατο του άντρα της δεν ξαναπαντρεύτηκε.

[ξανα- + παντρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες