Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξανανοίγω.
-
- (Αμτβ., προκ. για πληγή) αιμορραγώ ξανά:
- (Ερωφ. Γ́ 331).
[<ξαν(α)‑ + ανοίγω. Η λ. και σήμ.]
- (Αμτβ., προκ. για πληγή) αιμορραγώ ξανά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ξαν(α)‑ + ανοίγω. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |