Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανανοίγω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξανανοίγω.
  • (Αμτβ., προκ. για πληγή) αιμορραγώ ξανά:
    • (Ερωφ. Γ́ 331).

[<ξαν(α)‑ + ανοίγω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες