Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανανιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανανιώνω [ksananóno] Ρ1α μππ. ξανανιωμένος : για σωματική ή ψυχική ανανέωση: Ξανάνιωσε μετά το γάμο της. H αλλαγή αυτή μ΄ έκανε να ξανανιώσω.

[μσν. εξανανεώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἐξανανε(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξανανιώνω,
βλ. ξανανεώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες