Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανανεβαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξανανεβαίνω.
  • Ανεβαίνω ξανά (εδώ σε τείχη επιτιθέμενος):
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2761).

[<ξαν(α)‑ + ανεβαίνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες