Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναμπαίνω.
-
- 1) Μπαίνω ξανά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1216]).
- 2) (Μεταφ.) παίρνω μέρος, συμμετέχω πάλι:
- 'ς τούτη τη μάχη σήμερο πα ξαναμπούμε πάλι (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 76).
[<ξανα‑ + μπαίνω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μπαίνω ξανά: