Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναμοιράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναμοιράζω [ksanamirázo] -ομαι Ρ2.1 : μοιράζω κτ. ξανά: Πρέπει να ξαναμοιραστεί η περιουσία. Ξαναμοιράστηκαν τα χαρτιά. ΦΡ ~ την τράπουλα*.

[ξανα- + μοιράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες