Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναμιλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναμιλώ [ksanamiló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : μιλώ ξανά: Aποφάσισε να μην ξαναμιλήσει μέσα στην τάξη. Δε θέλω να μου ξαναμιλήσεις γι΄ αυτό το ζήτημα, να μη μου το αναφέρεις ξανά, άλλη φορά. Δε θα σου ξαναμιλή σω, για διακοπή σχέσεων.

[ξανα- + μιλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναμιλώ.
  • 1) (Αμτβ. και μτβ.) μιλώ ξανά:
    • (Ερωτόκρ. Έ 351, 687).
  • 2) (Μτβ.) (με είδος σύστ. αντικ.) συζητώ, κουβεντιάζω πάλι:
    • τσι πρώτες τως αθιβολές ξαναμιλούσι πάλι (αυτ. Έ 1132).

[<ξανα‑ + μιλώ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες