Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναλέγω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναλέγω· αξαναλέγω.
  • 1) Λέω κ. ξανά:
    • (Φορτουν. Γ́ 725
    • (με σύστ. αντικ.):
      • να μηδέν αξαναπεί τίποτες (Ασσίζ. 4194).
  • 2) Εκ νέου κάνω λόγο για κ.:
    • να της το ξαναπώ με λόγια μερωμένα (Πανώρ. Γ́ 376
    • (αμτβ.):
      • (Ερωφ. Γ́ 360).
  • 3) Διηγούμαι πάλι:
    • (Πανώρ. Ά 397).
  • 4) Τονίζω πάλι:
    • πάλιν του ξαναλέσι: «Ετούτο το πράγμα εμάς, αυθέντη, δεν αρέσει» (Παλαμήδ., Βοηβ. 1311).
  • 5) Δηλώνω, βεβαιώνω πάλι:
    • πάλιν ξαναλέσιν το: «Ήξευρε, Αβραάμη, … υιόν εσύ θες κάμει» (Χούμνου, Κοσμογ. 1033).
  • 6) Παρακαλώ πάλι:
    • πάλιν ξαναλέγουν του: «Ω υψηλότατέ μας, για γροίκησέ μας των φτωχών …» (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1943).
  • 7) Ανταπαντώ, αποκρίνομαι πάλι:
    • Μάλλιος, του ξαναλέγει η κορασίδα, εμέ τυχαίνει … (Πιστ. βοσκ. V 2, 171).
  • 8) Συμβουλεύω πάλι:
    • Διώξε τσι πρίκες, … σου ξαναλέγω πάλι (Ερωφ. Ά 497).
  • 9) Ξανατραγουδώ:
    • τα τραγούδια του συχνιά τα ξαναλέγει (Ερωτόκρ. Ά 439).

[<ξανα‑ + λέγω. Η λ. στο Βλάχ.· τ. –λέω σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες