Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανακυλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανακυλώ [ksanakiló] Ρ10.1α : 1.κυλώ ξανά: Δάκρυα ξανακύλησαν στο πρόσωπό της. 2. (προφ.) για αρρώστια, υποτροπιάζω.

[μσν. ξανακυλώ < ξανα- + κυλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξανακυλώ.
  • Παθαίνω υποτροπή σε αρρώστια:
    • (Ριμ. Απολλων. [652]).

[<ξανα‑ + κυλώ. Τ. –ιώ στο Βλάχ. (‑κοι‑). Η λ. στο Somav. (‑κοι‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες