Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανακτυπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξανακτυπώ· αξανακτυπώ.
  • α) Ορμώ, επιτίθεμαι πάλι:
    • (Θρ. Κύπρ. Μ 318
  • β) συγκρούομαι, χτυπιέμαι πάλι:
    • ξανακτυπούσι πάλι και γείς τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει (Ερωτόκρ. Δ́ 1859).

[<ξανα‑ + κτυπώ. Η λ. και τ. ‑χτ‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες