Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξανακτίζω· εξανακτίζω.
-
- 1) Ξαναχτίζω, ανακαινίζω (κατοικία· εδώ κάνοντας προσθήκη, επέκταση):
- (Ασσίζ. 2038).
- 2) (Συνεκδ.) προκ. για πόλη, κάνω να ακμάσει ξανά:
- (Τζάνε, Φιλον. 5842).
[<ξανα‑ + κτίζω. Ο τ. το 12. αι. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ξαναχτίζω, ανακαινίζω (κατοικία· εδώ κάνοντας προσθήκη, επέκταση):