Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξανακούω [ksanakúo] -ομαι Ρ (βλ. ακούω) : ακούω κτ. ξανά: Θέλω να ξανακούσω αυτό το τραγούδι. Ξανακούστηκε αυτός ο περίεργος θόρυβος. Δεν ξανάκουσα τέτοιο πράγμα, για κτ. πολύ παράξενο, καινοφανές κτλ. (έκφρ.) πού ξανακούστηκε;, για να δηλώσει έκπληξη, συνήθ. για κτ. δυσάρεστο.
[ξαν(α)- + ακούω]