Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανακοιτάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανακοιτάζω [ksanakitázo] -ομαι Ρ2.2 & ξανακοιτώ [ksanakitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.6 μππ. ξανακοιταγμένος : κοιτάζω ξανά: Ξανακοίταξε πιο προσεχτικά. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. ~ ένα λογαριασμό, ελέγχω ξανά. Ξανακοιτάξτε τις κόλες σας πριν να τις παραδώσετε.

[ξανα- + κοιτάζω, κοιτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες