Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανακαλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανακαλώ [ksanakaló] -ούμαι Ρ (βλ. καλώ) : καλώ πάλι: Δε θα τον ξανα καλέσω στο σπίτι μου. Ο κατηγορούμενος θα ξανακληθεί σε απολογία.

[ξανα- + καλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες