Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναζεσταίνω [ksanazesténo] -ομαι Ρ7.1 : ζεσταίνω ξανά: Πρέπει να ξαναζεστάνεις το νερό. Tο ξαναζεσταμένο φαγητό δεν είναι τόσο νόστιμο. ΦΡ ξαναζεσταμένο φαΐ / φαγητό, για υπόθεση που έχασε το αρχικό ενδιαφέρον της, την έντασή της.
[μσν. εξαναζεσταίνω < εξανα- + ζεσταίνω (εξανα- > ξανα-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναζεσταίνω· εξαναζεσταίνω.
-
- (Μεταφ.)
- α) κάνω κ. να εξαφθεί, να ζωηρέψει (εδώ με αντικ. τον μυελόν):
- (Μπερτολδίνος 99)·
- β) προκ. για άλογο, βάζω να τρέξει ξανά ύστερα από σύντομη ανάπαυση:
- ξαναζεσταμένα άλογα (Μπερτόλδος 75 (έκδ. ‑στω‑)).
- α) κάνω κ. να εξαφθεί, να ζωηρέψει (εδώ με αντικ. τον μυελόν):
[<ξανα‑ + ζεσταίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Μεταφ.)