Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναδοκιμάζω [ksanaδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : δοκιμάζω κτ. ξανά: Θέλω να ξαναδοκιμάσω από αυτό το γλυκό. Πρέπει να ξαναδοκιμάσεις!, να ξαναπροσπαθήσεις.
[ξανα- + δοκιμάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναδοκιμάζω· ξαναδικιμάζω.
-
- 1) Υποβάλλω πάλι σε δοκιμασία κάπ., δοκιμάζω πάλι:
- ξαναδικιμάζει τήν αγαπά αν τον αγαπά (Ερωτόκρ. Έ 739).
- 2) Επιχειρώ πάλι κ.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45625).
[<ξανα‑ + δοκιμάζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Υποβάλλω πάλι σε δοκιμασία κάπ., δοκιμάζω πάλι: