Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναγεννώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναγεννώ [ksanajenó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1.γεννώ πάλι: Ξαναγέννησε η γάτα μας. 2. (παθ., μτφ.) αναζωογονούμαι, αισθάνομαι μεγάλη ανακούφιση και ευφορία: Όποτε πάω στην εξοχή ξαναγεννιέμαι. Mετά το διαζύγιό της αισθάνεται ξαναγεννημένη.

[μσν. ξαναγεννώ < ελνστ. μέσο ἐξαναγεννῶμαι (ἐξ-ανα- > ξανα-)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναγεννώ.
  • I. Ενεργ. (θρησκ.) αναγεννώ:
    • η αληθινή πίστις … τον άνθρωπον τον ξαναγεννά (Χριστ. διδασκ. 98).
  • II. Παθ. - μέσ.
    • 1)
      • α) Γεννιέμαι για δεύτερη φορά:
        • να μηδέν παντρευτώ ποτέ, αν εξαναγεννιούμου (Πανώρ. Δ́ 88
      • β) (μεταφ.):
        • σήμερ’ αρχίζω την ζωήν, τώρα ξαναγεννούμαι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1168]).
    • 2)
      • α) (Μεταφ.) αναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι:
        • ξαναγεννάται (ενν. μια γυναίκα) την ώρα οπού βλογάται (Πιστ. βοσκ. II 5, 150
      • β) (προκ. για πνευματική αναγέννηση):
        • να ξαναγεννηθούμεν εις την ελπίδα της καλλιοτέρας ζωής (Χριστ. διδασκ. 453).
    • 3) Μεταβάλλομαι ριζικά:
      • για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω (Ερωτόκρ. Γ́ 1278
      • (προκ. για πρόσωπο):
        • (Ερωτόκρ. Γ́ 22).

[<ξανα‑ + γεννώ. Παθ. εξαναγεννάομαι τον 4. αι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες