Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναγεμίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναγεμίζω [ksanajemízo] -ομαι Ρ2.1 : γεμίζω πάλι, ξανά: ~ το μπουκάλι / το βαρέλι. Ξαναγέμισε τα ποτήρια μας (με κρασί).

[ξανα- + γεμίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναγεμίζω.
  • Γεμίζω ξανά:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55020).

[<ξανα‑ + γεμίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες