Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναγίνομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναγίνομαι [ksanajínome] Ρ αόρ. ξανάγινα και ξαναέγινα και (οικ., σπάν.) ξαναγίνηκα, απαρέμφ. ξαναγίνει και (οικ., σπάν.) ξαναγενεί· (πρβ. ξανακάνω, ως αντίστοιχο ενεργ.) : γίνομαι πάλι: Tα χωράφια ξανάγιναν χερσότοποι. Ξανάγινε καλά, θεραπεύτηκε. Ξανάγινα παιδί, συμπεριφέρομαι σαν παιδί. Aυτό να μην ξαναγίνει!, απειλητικά. (έκφρ.) δεν ξανάγινε!, για κτ. πολύ περίεργο, για κτ. πρωτάκουστο.

[ξανα- + γίνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναγίνομαι.
  • 1) Δημιουργούμαι ξανά·
    • (μεταφ. προκ. για τον ήλιο) εμφανίζομαι πάλι:
      • ο ήλιος π’ αποθαίνει … το βράδι … πάλιν εις την ανατολήν να ξαναγίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [84]).
  • 2) Επιστρέφω στην προηγούμενή μου κατάσταση:
    • εξαναγίνη το ζιμιό …· εγιάγειρεν η ομορφιά που τσ’ ήτο μακρεμένη (Ερωτόκρ. Έ 1122).
  • 3)
    • α) Μεταβάλλομαι ριζικά:
      • εξαναγίνη (ενν. η καρδιά) στην πυρά, την πρώτη φύση έχασε (Ερωτόκρ. Γ́ 1439
      • (προκ. για πρόσωπο):
        • (Ερωτόκρ. Γ́ 361
      • (προκ. για τον κόσμο, τη φύση):
        • (Ερωτόκρ. Γ́ 689, Δ́ 511
    • β) (προκ. για την πίστη):
      • απόθανεν η εντροπή κι η πίστη εξαναγίνη; (Ροδολ. Δ́ 138).

[<ξανα‑ + γίνομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες