Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναβγαίνω [ksanavjéno] Ρ πρτ. ξανάβγαινα και ξαναέβγαινα, αόρ. ξαναβγήκα, απαρέμφ. ξαναβγεί : βγαίνω ξανά: Ύστερα από λίγο ξαναβγή κε στο μπαλκόνι, εμφανίστηκε πάλι. Δεν ~ μ΄ αυτή την παρέα, συνήθ. για διασκέδαση. Σύντομα θα ξαναβγεί η εφημερίδα, θα ξανακυκλοφορήσει. Πιστεύει ότι θα ξαναβγεί βουλευτής, να εκλεγεί ξανά.
[ξανα- + βγαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναβγαίνω.
-
- Βγαίνω πάλι·
- (εδώ) αποπλέω ξανά (πβ. βγαίνω 18):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15821).
- (εδώ) αποπλέω ξανά (πβ. βγαίνω 18):
[<ξανα‑ + βγαίνω. Η λ. το 16. αι. και σήμ.]
- Βγαίνω πάλι·