Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναέρχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναέρχομαι [ksanaérxome] Ρ αόρ. ξαναήρθα και (σπάν.) ξαναήλθα, προστ. ξαναέλα, απαρέμφ. ξαναέρθει και (σπάν.) ξαναέλθει & ξανάρχομαι [ksanárxome] Ρ αόρ. ξανάρθα, απαρέμφ. ξανάρθει και ξαναρθεί : έρχομαι πάλι, επιστρέφω: Nα φύγεις και να μην ξανάρθεις!, απειλητικά. Δε θέλω να ξανάρθω στο σπίτι σου. Mου είπε ότι θα ξανάρθει το απόγευμα, ότι θα ξαναπεράσει. Tα χρόνια που πέρασαν δεν ξανάρχονται. Nα μας ξανάρθετε!, σε επισκέπτες που αναχωρούν. Mου ξανάρθε στο μυαλό, θυμήθηκα.

[μσν. ξαναέρχομαι < ξανα- + έρχομαι· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναέρχομαι· αξαναέρχομαι· ξανάρχομαι· προστ. ξανάλα.
  • 1)
    • α) Επιστρέφω, ξαναγυρίζω:
      • εξανάρθα … 'ς τούτον τον τόπον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [377]
    • β) (με σημασ. παθ. προκ. για πράγμα) επιστρέφομαι:
      • Περί εκείνου του βίου τό εκλέψα … και μεταταύτα αξαναέρχεται (Ασσίζ. 42517‑18).
  • 2) (Μεταφ.) συμβαίνω, επικρατώ πάλι:
    • η πυρά … ήθελε να ξανάλθει που τον Φαέθοντα έκαμεν κι εις το μνημείον βάλθη (Αχέλ. 1788).

[<ξανα‑ + έρχομαι. Ο τ. ξανά‑ (Βλάχ.) και η λ. (Du Cange, λ. ξανά) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες