Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξανάβω [ksanávo] Ρ4α μππ. ξαναμμένος (συνήθ. στη μππ.) : που τον έχει διεγείρει, τον έχει ερεθίσει ή τον έχει ξεσηκώσει κάποια αιτία (θυμός, οργή, έντονη επιθυμία για κτ. ή ακόμα το κρασί, το τρέξιμο κτλ.): Ήρθε ξαναμμένος να μας αναγγείλει το μεγάλο γεγονός. || κατακόκκινος από ταραχή κτλ.: Mε ξαναμμένα μάγουλα. H όψη του ήταν ξαναμμένη.
[αρχ. ἐξανάπτω `ανάβω φωτιά΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μεταπλ. κατά το ανάπτω > ανάβω (πρβ. μσν. ξανάφτω)]