Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαμολώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαμολώ [ksamoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) ΣYN αμολώ. 1. αφήνω ελεύθερο ένα ζώο, συνήθ. για να ορμήσει, να επιτεθεί· ξαπολώ: Ξαμόλησε πά νω μου τα σκυλιά του. || (για πρόσ.) αφήνω κπ. ελεύθερο, χωρίς περιορισμούς, επιτήρηση ή έλεγχο: Ξαμολημένα τα έχει τα παιδιά του. 2. στέλνω κπ. κάπου βιαστικά για συγκεκριμένο και επείγοντα λόγο· αμολώ: Ξαμολήσου γρήγορα να μου βρεις λεφτά! Mόλις άκουσα ότι ζητούν εργάτες, ξαμολήθηκα, έτρεξα. Ξαμοληθήκαμε όλοι για να σβήσουμε τη φωτιά.

[ξ(ε)- αμολώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες