Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξακρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξακρίζω [ksakrízo] -ομαι Ρ2.1 : κόβω τις περιττές άκρες, κυρίως για βιβλία ή χαρτιά που οι άκρες των σελίδων τους κόβονται με ειδικό μηχάνημα ή ψαλίδι.

[ξ(ε)- άκρ(η) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες