Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαγναντεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαγναντεύω [ksaγnandévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) αγναντεύω: Ξαγνάντευε από την κορφή του βουνού.

[ξ(ε)- αγναντεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες