Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλω
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μελωδάτος, επίθ.
  • Μελωδικός, γλυκόηχος:
    • γλώσσα … μελωδάτη (Ζήν. Β́ 19).

[<μελωδώ + κατάλ. ‑άτος]

[Λεξικό Κριαρά]
μελώδημα το.
  • α) Τραγούδι:
    • (Διγ. Z 4073
  • β) ψαλμός:
    • το του Δαβίδ μελώδημα (Ψευδο-Σφρ. 56623).

[μτγν. ουσ. μελώδημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελωδία η [meloδía] Ο25 : 1α. διαδοχή φθόγγων με διαφορετικό ύψος και διαφορετική συνήθ. αξία που εκφράζουν ένα μουσικό νόημα: Ρυθμός, αρμονία και ~ είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της μουσικής. β. μια τέτοια σειρά φθόγγων που έχει ευχάριστο άκουσμα. 2. μουσική σύνθεση συνήθ. με βασικό χαρακτηριστικό τη μελωδία: Παίζει στο πιάνο παλιές / γνωστές μελωδίες.

[λόγ. < αρχ. μελῳδία `χορωδιακό άσμα΄ σημδ. γαλλ. mélodie (στη νέα σημ.) < αρχ. μελῳδία]

[Λεξικό Κριαρά]
μελωδία η· μελωδιά.
  • 1) Γλυκό τραγούδι· ψαλμωδία:
    • η … μελωδιά λαβώνει την καρδίαν (Διγ. A 1691
    • μελωδιά αγγέλων (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 147).
  • 2)
    • α) Μουσική τέχνη· μουσική σύνθεση:
      • έμπειρος μελωδίας (Βίος Αλ. 2255
      • οι ψάλται … δύνανται γράφειν τας μελωδίας των Αγαρηνών (Ιστ. πολιτ. 517‑8
    • β) αρμονία, ρυθμός:
      • να μου δώσουσιν εμέναν την κιθάραν …, να δεις …, την μελωδίαν ωσάν πρέπει (Απολλών. 221).
  • 3) (Συνεκδ.) μουσικό όργανο:
    • ταμπούρλα, βούκινα και άλλην μελωδία (Αχέλ. 1467).

[αρχ. ουσ. μελωδία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μελωδικά, επίρρ.
  • Με μελωδία, γλυκόφωνα:
    • ετραγωδούσαν … μελωδικά (Διγ. Z 4067).

[<επίθ. μελωδικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μελωδικός, επίθ.
  • Που έχει μελωδία· γλυκόηχος:
    • μελωδική η λαλιά του (Ερωτόκρ. Ά 1169).
  • Το ουδ. ως ουσ. = γλυκό και ευχάριστο τραγούδι:
    • αηδόνων τα μελωδικά (Νεόφ. Έγκλ. Γ́ 11).

[αρχ. επίθ. μελωδικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελωδικός -ή -ό [meloδikós] Ε1 : 1. (μουσ.) που έχει σχέση με τη μελωδία: Mελωδική γραμμή / κίνηση / περίοδος. Mελωδικό διάστημα, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους ήχους της μελωδίας. 2. που έχει τα χαρακτη ριστικά της μελωδίας: Mελωδικό τραγούδι / κελάηδημα. Mελωδική φω νή. μελωδικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2: Tραγουδάει ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. μελῳδικός· 2: σημδ. γαλλ. mélodique, mélodieux < mélodie = μελωδία]

[Λεξικό Κριαρά]
μελωδικώς, επίρρ.
  • Με μελωδία, γλυκόφωνα:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 635).

[<επίθ. μελωδικός. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελωδός ο [meloδós] Ο17 : ποιητής και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων κατά τα πρώτα βυζαντινά χρόνια: Ρωμανός ο Mελωδός.

[λόγ. < αρχ. μελῳδός `συνθέτης ασμάτων΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μελωδώ.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Τραγουδώ· ψάλλω:
      • (Διγ. O 1610), (Έκθ. χρον. 3814).
    • 2) Κελαϊδώ γλυκά, μελωδικά:
      • ψιττακοί και γερανοί λαμπρώς γαρ μελωδούσι (Διγ. A 3874).
    • 3) Ηχώ μελωδικά:
      • εκρούοντο τα όργανα, εμελώδουν τα πάντα (Διγ. Gr. 1780).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) (Με σύστ. αντικ.) τραγουδώ, ψάλλω:
      • ταύτα η στρατήγισσα χαίρουσα εμελώδει (Διγ. Z 558).
    • 2) Υμνολογώ:
      • όλες (ενν. οι ψυχές) να μελωδούσανε την χάριν την δικήν σας (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1157]).

[αρχ. μελωδέω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες