Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λωλαίνω [loléno] -ομαι Ρ7.1 : (λαϊκότρ.) 1. κάνω κπ. να χάσει το μυαλό του, τον τρελαίνω, τον παλαβώνω: Mα τι είν΄ αυτά που λες, μήπως λωλάθηκες; Tον λώλανε, τον καημένο, αυτή η γυναίκα. 2. ενοχλώ πολύ, ζαλίζω: Aυτός ο θόρυβος με λωλαίνει.
[λωλ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λωλαίνω.
-
- I. Ενεργ.
- α) τρελαίνω, κάνω κάπ. ανόητο:
- λωλαίνει (ενν. το νέκταρ) πάσα νου (Ζήν. Πρόλ. 184)·
- αναμπαίζεις με, Δορίντα, ή ελωλάθης (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [657])·
- β) (προκ. για τα γηρατειά) «ξεκουτιαίνω»:
- Τα γερατειά ελωλάνασι … το σύμβουλο και κάθεται και λέγει παραμύθια (Ερωφ. Δ́ 611).
- α) τρελαίνω, κάνω κάπ. ανόητο:
- IΙ. (Μέσ.) τρελαίνομαι:
- ωσάν να ελωλαίνετο η φύσις και να εγέννα πόδια και χέρια και κεφαλές και τ’ άλλα μέλη οπού κάμνουσι το σώμα (Πηγά, Χρυσοπ. 323 (4)).
[<επίθ. λωλός + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Meursius (‑άνειν), στο Βλάχ. (‑ομαι) και σήμ.]
- I. Ενεργ.