Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυσσιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λυσσιάζω.
— Βλ. και λυσσάζω.
  • 1)
    • α) Πάσχω από λύσσα· (σε μεταφ.):
      • ελυσσίασες κι εκρυφοδάκησές με (Διγ. Esc. 1460
    • β) (μεταφ.) γίνομαι παράφορος, μανιακός, αγριεύω:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 551).
  • 2) (Με την πρόθ. εις και αντων. σε αιτιατ.) οργίζομαι, ξεσπώ με μανία εναντίον κάπ.:
    • ελυσσιάσαν εις εμέ (Σαχλ. Β́ PM 333).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = λυσσασμένος· προκ. για άνθρωπο μανιακό, παράφορο, οργισμένο, κακό:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19028
    • σκύλα λυσσιασμένη (Συναξ. γυν. 261
    • (υβριστ.):
      • λέ’ του: «Ω λυσσιασμένε» (Διγ. O 2757).

[<ουσ. λύσσα + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. (‑σ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες