Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοξοκοιτάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοξοκοιτάζω [loksokitázo] Ρ2.2α & λοξοκοιτώ [loksokitó] & -άω Ρ10.6α : 1. κοιτάζω κπ. ή κτ. λοξά, με τις άκρες των ματιών μου: Tον λοξοκοίταξε ντροπαλά και της άρεσε. 2. κοιτάζω κπ. με θυμό, με εχθρότητα, με καχυποψία· στραβοκοιτάζω: Mας λοξοκοίταξε θυμωμένος αλλά δεν είπε τίποτα.

[λοξ(ός) -ο- + κοιτάζω, κοιτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες