Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοξοδρομώ [loksoδromó] Ρ10.9α : 1. βγαίνω από την ευθεία, από τον ίσιο δρόμο, ακολουθώ πλάγια, λοξή κατεύθυνση: Aντί να προχωρήσει ίσια, λοξοδρόμησε και μπήκε σε ένα στενάκι. 2. (μτφ.) βγαίνω από την προκαθορισμένη, από την ορθή πορεία: H συζήτηση λοξοδρόμησε και δε βγάζει πουθενά.
[λόγ. < φρ. λοξό(ς) δρόμ(ος) -ώ]