Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογοδοτώ [loγoδotó] Ρ10.9α : δίνω λόγο, αποδίδω λογαριασμό, απολογούμαι για πράξεις και ενέργειές μου (ιδ. για πρόσωπα που έχουν ασκήσει κάποια εξουσία ή διαχειρίστηκαν κτ. από υπεύθυνη θέση): Οι υπεύθυνοι θα λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη. Kάποτε θα λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του.
[λόγ. < μσν. λογοδότ(ης) `που λογοδοτεί΄ -ώ < λογο- + -δότης]