Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογοδίνομαι [loγoδínome] Ρ αόρ. λογοδόθηκα, απαρέμφ. λογοδοθεί, μππ. λογοδοσμένος : για ανεπίσημο αρραβώνα, που βασίζεται στον αμοιβαίο λόγο μεταξύ των οικογενειών του ζευγαριού: Λογοδόθηκαν προχτές στο σπίτι της νύφης. Δεν παντρεύτηκαν ακόμα, είναι λογοδοσμένοι.
[φρ. λόγο δίνω, -ομαι]