Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμάζω [limázo] Ρ2.2α μππ. λιμασμένος : (προφ.) κατέχομαι από μεγάλη και ακόρεστη πείνα ή λαιμαργία: Δε χορταίνει με τίποτε, ο λιμασμένος!

[μσν. λιμάζω < αρχ. λιμ(ός) -άζω (πρβ. ελνστ. λιμώσσω, ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμάζω· λιμάσσω.
  • α) Πεινώ πολύ, «λυσσώ» από την πείνα:
    • Τ’ αδύναμα (ενν. δαμάλια) λιμάξασι και τρώσι τα (ενν. παχιά) δαμάλια (Χούμνου, Κοσμογ. 1721
  • β) λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα:
    • όρισεν Αλέξανδρος … να σφάξουν τα άλογά τους για να φαν ως για να μη λιμάξουν (Αλεξ. 896).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) πεινασμένος, νηστικός:
      • σκυλί … λιμασμένο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [442]
      • (πλεοναστικά):
        • λιμασμένην πείνα (Γεωργηλ., Θαν. 23
    • β) πεινασμένος, ταλαίπωρος:
      • ο πτωχός, ο λιμασμένος (Πτωχολ. α 410).

[<αρχ. λιμώσσω. Ο τ. στη Σούδα, στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες