Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθοβολώ [liθovoló] -ούμαι Ρ10.9 : εκτοξεύω πέτρες εναντίον κάποιου, χτυπώ κπ. με πέτρες· πετροβολώ. || σκοτώνω, εκτελώ κπ. με λιθοβολισμό.
[λόγ. < ελνστ. λιθοβολῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιθοβολώ.
-
- α) Πετροβολώ, κτυπώ με πέτρες:
- οι μεν λιθοβολούσι σε, οι δε ραβδοκοπούν σε (Διήγ. παιδ. 233)·
- (μεταφ.):
- κἀμέ οι πειρασμοί συχνώς λιθοβολούντες παρέλυσάν μου τους αρμούς (Σπαν. (Λαμπρ.) Va 567)·
- β) θανατώνω, εκτελώ κάπ. με λιθοβολισμό:
- εδεπά εις το Ξώπορτον να την λιθοβολήσουν (ενν. την πολιτική) (Σαχλ., Αφήγ. 659)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Λευιτ. XXIV 16)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- έβγαλαν τον καταριστή προς αποόξω το φουσσάτο και να λιθοβολήσουν αυτόν πέτρα (Πεντ. Λευιτ. XXIV 23).
[μτγν. λιθοβολέω. Η λ. και σήμ.]
- α) Πετροβολώ, κτυπώ με πέτρες: