Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγοψυχώ [liγopsixó] Ρ10.11α : μου λείπει το απαιτούμενο θάρρος, το κουράγιο στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων· λιποψυχώ.
[μσν. (ο)λιγοψυχώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. ὀλιγοψυχῶ]