Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιβανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιβανίζω [livanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω: Όλη μέρα λιβανίζει τα εικονίσματα. 2. (μτφ.) α. εγκωμιάζω υπερβολικά κπ., τον κολακεύω: Tου αρέσει να τον λιβανίζουν. β. κατατρίβομαι με κτ., καθυστερώ, δεν προχωρώ: Φα το επιτέλους αυτό το φαΐ· τι το ΄χεις και το λιβανίζεις δύο ώρες;

[ελνστ. λιβανίζω `μυρίζω λιβάνι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες