Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λημματολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λημματολογώ [limatoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επιλέγω λήμματα που θα περιληφθούν και θα αναλυθούν σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια: Λημματολογήθηκαν και πολλές λέξεις του παρωχημένου λεξιλογίου.

[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -λογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες