Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λημματογραφώ [limatoγrató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. καταγράφω λήμματα σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια: Λημματογραφήθηκαν και πολλές λόγιες λέξεις. 2. επιλέγω έναν τύπο μιας λέξης τον οποίο καταγράφω για να τον εξετάσω, να τον αναλύσω κτλ.: Δε λημματογραφήθηκε σωστά η λέξη, γι΄ αυτό έγινε το λάθος.
[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -γραφώ]