Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λεπτύνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Κάνω κ. λεπτό:
        • (Ιερακοσ. 50127
      • β) κάνω κάπ. ή κ. ισχνό, αδύνατο:
        • τον υπό τρυφής υπερσαρκήσαντα (ενν. ιέρακα) … λεπτυνείς ούτως (Ιερακοσ. 44712
      • γ) (μεταφ.) αποδυναμώνω:
        • κουράζουσι (ενν. αι εναντίαι δυνάμεις) και λεπτύνουσιν αυτούς (ενν. τους ανθρώπους) (Φυσιολ. (Zur.) XX 3b20).
    • 2) Ξεφλουδίζω:
      • λεπτύνουσιν (ενν. αι μύρμηκες) αυτούς (ενν. τους κόκκους) ίνα μη φυτρώσουσιν (Φυσιολ. (Zur.) XX 3b12).
    • 3) Διαλύω, συντρίβω:
      • τα βαβυλώνια τείχη ως χουν λεπτυνεί η παρά της χωνείας της εμής αφεθείσα (ενν. πέτρα) (Δούκ. 30912).
    • 4) Εξευγενίζω:
      • Ω Χριστέ … κάθαρον και λέπτυνον όλον τον λογισμόν μου (Βίος Δημ. Μοσχ. 80).
    • 5) Αναλύω, ερμηνεύω:
      • ει μη είχον (ενν. οι πατέρες) λεπτύνειν … τα άγια δόγματα (Μάρκ., Βουλκ. 34119).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Γίνομαι λεπτός:
        • (Διγ. Gr. 2403
      • β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω· εξασθενώ:
        • εάν λεπτύνηται το όρνεον και ῃ ανόρεκτον … (Ιερακοσ. 44529).
    • 2) (Μεταφ.) διαλύομαι, εξανεμίζομαι:
      • ως κόνις λεπτυνθήσεται βαρβάρων άπαν θράσος (Προδρ. IV 283 χφφ ΡΚ κριτ. υπ).

[αρχ. λεπτύνω. Λ. ‑αίνω στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες