Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτολογώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπτολογώ [leptoloγó] Ρ10.9α : εξετάζω, πραγματεύομαι κτ. με ακρίβεια και λεπτομέρεια που φτάνει ως την υπερβολή· ψιλολογώ: Mην τα λεπτολογείς πολύ τα πράγματα. || είμαι λεπτολόγος.

[λόγ. < αρχ. λεπτολογῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
λεπτολογώ.
  • Διηγούμαι, περιγράφω με λεπτομέρεια, με ακρίβεια κ. (σε κάπ.):
    • (Καλλίμ. 804
    • λεπτολόγησέ με της καλλιοτέρας τα τερπνά (Βέλθ. 674).

[αρχ. λεπτολογέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες