Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεκιάζω [lekázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δημιουργώ λεκέδες, λερώνω: Λέκιασα το καινούριο μου φόρεμα. Λεκιάστηκε το τραπεζομάντιλο από κόκκινο κρασί. || λερώνομαι από λεκέ: Aυτό το ύφασμα λεκιάζει πολύ εύκολα. 2. (μτφ., προφ.) κηλιδώνω την τιμή, την υπόληψη κάποιου: Λέκιασε το όνομά του.
[λεκ(ές) -ιάζω]