Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειοτριβώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λειοτριβώ.
  • Λειώνω κ. τρίβοντάς το, μεταβάλλω κ. σε σκόνη:
    • (Ιερακοσ. 45417).

[μτγν. λειοτριβέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες