Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λασπολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λασπολογώ [laspoloγó] Ρ10.9α : απευθύνω ψευδείς κατηγορίες, συκοφαντώ κπ. με σκοπό να τον βλάψω, να τον μειώσω: Λασπολογεί κατά των πολιτικών αντιπάλων του. Kατόρθωσε να βγει δήμαρχος λασπολογώντας εναντίον του κύριου αντιπάλου του.

[λόγ. λασπο(λόγος) -λογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες