Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαπαδιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαπαδιάζω [lapaδjázo] Ρ2.1α μππ. λαπαδιασμένος : γίνομαι (σαν) λαπάς, χυλώνω: Λαπάδιασε το πιλάφι / το ρύζι. Tα μακαρόνια είναι λαπαδιασμένα. || κάνω κτ. σαν λαπά: Tο λαπάδιασε το φαΐ.

[λαπαδ- (λαπάς) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες